Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Επιστολή στη Βουλευτή Έβρου κα Ρενταρή-Τέντε


Αξιότιμη κυρία Βουλευτά
Τους τελευταίους μήνες, στα πλαίσια της προώθησης ανοίγματος των – λεγομένων – κλειστών επαγγελμάτων, έχει αναπτυχθεί ένας έντονος δημόσιος διάλογος γύρω από το επάγγελμα του φαρμακοποιού. Έχουν ακουστεί πολλές απόψεις από ειδικούς και μη, θεσμικούς παράγοντες, δημοσιογράφους και άλλους, καλλιεργώντας ένα κλίμα στην κοινή γνώμη ότι δήθεν το επάγγελμα του φαρμακοποιού είναι μέσα σ’ αυτά τα κλειστά επαγγέλματα και πρέπει να απελευθερωθεί, προς το συμφέρον, υποθέτουμε, του κοινωνικού συνόλου, της οικονομίας της χώρας και της δημόσιας υγείας.
Η αγορά φαρμάκου είναι μια από τις πλέον ελεγχόμενες και ρυθμιζόμενες αγορές της οικονομίας με αυστηρούς ελέγχους για την ασφάλεια και τη δραστικότητα των φαρμάκων, νομοθεσίες για τις πατέντες των νέων φαρμάκων, κανονισμούς για τις τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων και πλήθος άλλων πολιτικών για την προστασία και τον έλεγχο της προσφοράς και ζήτησης φαρμάκων.
Η φαρμακευτική αγορά εμφανίζει ατέλειες. Ο ασθενής έχει περιορισμένη ικανότητα να δράσει ως αυτόνομος οικονομικός παράγων λόγω ασυμμετρίας πληροφόρησης μεταξύ χρήστη και προμηθευτή. Η ζήτηση είναι τετρατομημένη, καθώς ο γιατρός συνταγογραφεί, ο ασθενής καταναλώνει, ο φαρμακοποιός διαθέτει (και στις περιπτώσεις των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων προτείνει), ενώ κάποιος τρίτος (το κράτος ή κάποιο ασφαλιστικό ταμείο) πληρώνει μέρος ή το σύνολο του κόστους. Καθώς, κατά την στιγμή της κατανάλωσης, ούτε ο ασθενής που καταναλώνει ή ο γιατρός που συνταγογραφεί χρειάζεται να λάβει υπόψη του το οικονομικό κόστος, σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους μπορεί να αναπτυχθεί το φαινόμενο, του «ηθικού κινδύνου» (moral hazard)  και κανείς από τους δύο να μην κάνει οικονομικές επιλογές (να διαλέξει δηλαδή την πλέον αποτελεσματική θεραπεία με το χαμηλότερο κόστος). 
Κατά την υλοποίηση των ρυθμιστικών πολιτικών η εξισορρόπηση των επιμέρους διαστάσεων της πολιτικής υγείας πρέπει επίσης να λάβει υπόψη της την ανάγκη συγκερασμού των αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των παραγόντων που θα εφαρμόσουν ή θα υποστούν τις πολιτικές, ήτοι το κράτος, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, οι υπηρεσίες υγείας, οι επαγγελματικοί φορείς (ιατροί και φαρμακοποιοί) και οι καταναλωτές.
Στο πνεύμα των παραπάνω, είναι αντιληπτό ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η πλήρης απελευθέρωση είναι αδύνατον να λειτουργήσει στην αγορά φαρμάκου και για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκδώσει οδηγία, την 123/2006 (οδηγία Μπολκενστάιν), η οποία εξαιρεί ρητά και σαφώς τις υπηρεσίες υγείας, άρα και τα φαρμακεία από την υποχρέωση απελευθέρωσης αγαθών και υπηρεσιών και αφήνει στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους-μέλους να θέσει το πλαίσιο λειτουργίας τους, ανάλογα με τις ανάγκες και τις ειδικές συνθήκες ενός εκάστου. Επιπλέον δυο πρόσφατες (2010) αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (υποθέσεις C 570/07 – C571/07 και C393/08) σαφώς τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας του φαρμακείου, ορίζοντας τα φαρμακεία ως χώρους παροχής υγείας και όχι ως απλά εμπορικά καταστήματα
Οι θέσεις του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, στα σημεία που έχουν τεθεί από την πλευρά του Υπουργείου Υγείας είναι οι εξής:
Ιδιοκτησιακό καθεστώς
Οι περισσότερες χώρες τις Ευρώπης (Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Δανία, Γερμανία, Σλοβενία, Σουηδία, Φιλανδία, Βουλγαρία) ορίζουν ότι η ιδιοκτησία των φαρμακείων πρέπει να είναι αποκλειστικά στα χέρια των φαρμακοποιών, προκειμένου να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία. Στη Νορβηγία δεν υπάρχει σχετικός νόμος, αλλά τα φαρμακεία είναι κρατικά, ενώ στη μόνη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα που επιτρέπονται οι αλυσίδες φαρμακείων, έχουν δημιουργηθεί πολλές δυσλειτουργίες και υπάρχει έντονος διάλογος προκειμένου να αναθεωρηθεί το καθεστώς αυτό. Στο ίδιο πνεύμα και δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-531/06, C-171 και C-172/07) αποφαίνονται ότι τα φαρμακεία πρέπει να είναι ανεξάρτητα και στα χέρια των φαρμακοποιών για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας.
Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει τον «όλως ιδιάζοντα χαρακτήρα των φαρμάκων, στο μέτρο που οι θεραπευτικές ιδιότητες αυτών τα διαφοροποιούν ουσιαστικά από τα λοιπά προϊόντα. Οι θεραπευτικές αυτές ιδιότητες έχουν ως αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που τα φάρμακα λαμβάνονται χωρίς λόγο ή κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες, ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη της υγείας, χωρίς ο ασθενής να είναι σε θέση να το αντιληφθεί κατά τη χορήγηση των φαρμάκων.
 Επιπλέον, η υπερβολική λήψη φαρμάκων ή η λήψη φαρμάκων κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες συνεπάγεται σπατάλη οικονομικών πόρων, η οποία είναι ακόμη πιο επιζήμια αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο φαρμακευτικός τομέας συνεπάγεται σημαντικές δαπάνες και πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυξανόμενες ανάγκες, ενώ οι διαθέσιμοι για την υγειονομική περίθαλψη οικονομικοί πόροι είναι πεπερασμένοι, ασχέτως του τρόπου χρηματοδοτήσεως.
Λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν για τον βαθμό προστασίας της δημόσιας υγείας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η διανομή των φαρμάκων να γίνεται από φαρμακοποιούς που απολαύουν πραγματικής επαγγελματικής ανεξαρτησίας
Δεν αμφισβητείται ότι ο φαρμακοποιός αποσκοπεί, όπως και άλλα πρόσωπα, στην επίτευξη κέρδους. Εντούτοις, ως επαγγελματίας φαρμακοποιός θεωρείται ότι εκμεταλλεύεται το φαρμακείο όχι μόνο με σκοπό την επίτευξη κέρδους, αλλά και υπό μια επαγγελματική προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό, το ατομικό του συμφέρον για την επίτευξη κέρδους μετριάζεται από την κατάρτιση και την επαγγελματική εμπειρία του, καθώς και από την ευθύνη που υπέχει, δεδομένου ότι ενδεχόμενη παράβαση των νομικών κανόνων ή των κανόνων δεοντολογίας θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον την αξία της επενδύσεώς του, αλλά και την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση.
Σε αντίθεση προς τους φαρμακοποιούς, οι μη φαρμακοποιοί δεν έχουν, εξ ορισμού, κατάρτιση, εμπειρία και ευθύνη αντίστοιχη με εκείνη των φαρμακοποιών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μη φαρμακοποιοί δεν παρέχουν τα ίδια εχέγγυα με τους φαρμακοποιούς.»
Η απόφαση αυτή και ιδιαίτερα το σκεπτικό της, δείχνει ότι κάθε σκέψη για ιδιοκτησία των φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη δημόσια υγεία και είναι κάτι που  ούτε ο ΠΦΣ ούτε οι ευρωπαίοι φαρμακοποιοί πρόκειται να δεχθούν.
Πληθυσμιακά και χωροταξικά κριτήρια
Σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρώπης, έχουν θεσπίσει ένα νομικό πλαίσιο που θέτει κανόνες στη λειτουργία των φαρμακείων. Πιο συγκεκριμένα, πληθυσμιακά και χωροταξικά κριτήρια ισχύουν και εφαρμόζονται στις ακόλουθες χώρες: Πορτογαλία, Ισπανία, Βέλγιο, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Νορβηγία, Ελλάδα, Ρουμανία, Λετονία, Εσθονία. Ακόμη και στις χώρες που δεν υπάρχουν θεσπισμένα δια νόμου πληθυσμιακά κριτήρια, όπως η Βρετανία, η Δανία, η Σουηδία και η Φιλανδία, το κράτος ελέγχει την ίδρυση νέων φαρμακείων  με έμμεσο τρόπο (πχ στη Βρετανία  μέσω των συμβάσεων με το NHS).
Η Ελλάδα έχει τα περισσότερα φαρμακεία σε όλο τον κόσμο αναλογικά με τον πληθυσμό της. Στη χώρα μας λειτουργούν σήμερα περίπου 12.000 φαρμακεία (ήτοι ένα φαρμακείο ανά 950 κατοίκους) τη όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχει ένα φαρμακείο ανά 5000-10000 κατοίκους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο Βέλγιο, χώρα με πληθυσμό παραπλήσιο της Ελλάδας υπάρχουν 6000 φαρμακεία. Επίσης, στο νομό Θεσσαλονίκης υπάρχουν τόσα φαρμακεία (1250) όσα υπάρχουν σε ολόκληρη την Αυστρία. Ταυτόχρονα η Ελλάδα έχει και τη μεγαλύτερη διασπορά φαρμακείων σε κάθε σημείο της επικράτειάς της. Το γεγονός αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας για τον Έλληνα πολίτη, καθώς πολλές περιοχές στη χώρα μας, λόγω του γεωγραφικού ανάγλυφου (ορεινές κι ακριτικές περιοχές, νησιά), είναι ιδιαίτερα απομονωμένες κι έχουν άμεση ανάγκη ιατρικών και φαρμακευτικών υπηρεσιών.  Στη χώρα μας, υπάρχει θεσπισμένη δια νόμου από το 2006 η αναλογία ένα φαρμακείο ανά 1.500 κατοίκους, η οποία θεωρήθηκε από το νομοθέτη οριακή για την οικονομική βιωσιμότητα των φαρμακείων και απαραίτητη για την ομοιόμορφη διασπορά τους σε όλη την επικράτεια. Οποιαδήποτε κατάργηση ή ακόμη κι αναπροσαρμογή προς τα κάτω αυτών των πληθυσμιακών κριτηρίων θα οδηγούσε άμεσα και αναπόφευκτα στην ερήμωση της ελληνικής επαρχίας από φαρμακεία και στην υπερσυγκέντρωσή τους στις μεγάλες πόλεις, αφήνοντας τους ασθενείς των περιοχών αυτών στην τύχη τους. Ιδιαίτερα για το νομό μας, κυρία Βουλευτά, απομακρυσμένα χωριά όπως η Δόξα, το Μικρό Δέρειο, τα Αμπελάκια, το Ορμένιο κα, ουδέποτε θα είχαν φαρμακείο χωρίς αυτή τη νομοθετική ρύθμιση, ούτε πρόκειται να το διατηρήσουν εάν και εφόσον τροποποιηθεί.
Το φαρμακευτικό επάγγελμα, λοιπόν, δεν είναι ένα κλειστό επάγγελμα, αλλά ένα ανοιχτό επάγγελμα με κανόνες. Αυτό αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι το 1999 υπήρχαν στην Ελλάδα 9.099 φαρμακεία, το 2004 9.390, το 2006 10.080 και σήμερα 11.870. Πώς αυξάνονται τα φαρμακεία αν το επάγγελμα είναι κλειστό; Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και καταρρίπτουν το μύθο ότι οι νέοι συνάδελφοι είναι αποκλεισμένοι από την άσκηση του επαγγέλματος. Απλά και αυτοί, όπως και όλοι όσοι σήμερα ασκούν το επάγγελμα πρέπει να σεβαστούν τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί και να τους λάβουν υπόψη στην επιλογή του χώρου και του τρόπου που θέλουν να ανοίξουν το δικό τους φαρμακείο. Φωνές που ακούγονται προς την κατεύθυνση του πλήρους ανοίγματος, προκειμένου να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των φαρμακείων και να «επιβιώσει» ο ικανότερος είναι, όπως αποδείξαμε πιο πάνω, εκτός τόπου και χρόνου στο επάγγελμά μας, καθώς ο ανταγωνισμός με οικονομικούς όρους απαγορεύεται από την νομοθεσία, την ηθική, τη δεοντολογία και την προστασία του συμφέροντος του Έλληνα ασθενή. Είναι δε αδύνατο να λειτουργήσει με αξιόπιστους και διαφανείς όρους σε μια ατελή αγορά, όπως αυτή του φαρμάκου.
Ανεργία νέων φαρμακοποιών
Η ανεργία στον κλάδο είναι σχεδόν ανύπαρκτη και αφορά κυρίως σε ανεργία τριβής ή αεργία, καθώς πολλοί συνάδελφοι φαρμακοποιοί θέτουν ως μόνο στόχο επαγγελματικής αποκατάστασης το φαρμακείο, αγνοώντας άλλες επαγγελματικές διεξόδους, όπως η φαρμακοβιομηχανία, τα νοσοκομεία, ο ΕΟΦ, οι υπηρεσίες υγείας κα. Η μικρή, αλλά θορυβώδης αυτή ομάδα προσπαθεί τις τελευταίες ημέρες, συνεπικουρούμενη προφανώς κι από άλλα οικονομικά συμφέροντα, που από καιρό εποφθαλμιούν να αλώσουν τον χώρο του φαρμακείου, να παρουσιαστεί ως κατατρεγμένη και θιγόμενη από τη  «συντεχνία, όπως την ονομάζουν, των φαρμακοποιών, που δεν τους «αφήνει» να ανοίξουν φαρμακείο. Ξεχνώντας, βέβαια, να συμπληρώσουν στην πρόταση ότι δεν τους αφήνει (ο νόμος, όχι εμείς) να ανοίξουν ακόμη ένα φαρμακείο στο κέντρο της Αθήνας ή της Αλεξανδρούπολης και τους αναγκάζει να καλύψουν τις ανάγκες κι άλλων περιοχών της ελληνικής επαρχίας.
Η συμφωνία του ΠΦΣ με την κυβέρνηση για τη συστέγαση και δημιουργία ΟΕ μεταξύ παλιών και νέων φαρμακοποιών, δίνει ακόμη μία επαγγελματική διέξοδο στους νέους συναδέλφους, χωρίς να αυξάνει περαιτέρω τον ήδη υπερβολικό αριθμό των φαρμακείων.
Ωράριο λειτουργίας (Σάββατο – Απογεύματα Δευτέρας και Τετάρτης)
Το υπάρχον καθεστώς λειτουργίας, καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του κοινού. Ειδικότερα στην πόλη της Αλεξανδρούπολης, για την οποία έχουμε απτά δεδομένα, το Σάββατο με ανοιχτό το 20% των φαρμακείων, έχουμε μια επισκεψιμότητα της τάξης των 60 ασθενών ανά φαρμακείο, οι περισσότεροι από τους οποίους προσέρχονται για αγορά απλών, μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και καλλυντικών. Τα κέντρα συνταγογράφησης είναι κλειστά εκείνη την ημέρα, με αποτέλεσμα το κάθε φαρμακείο να εκτελεί με τα βίας 2-3 συνταγές περασμένων ημερών. Με την επέκταση του ωραρίου των φαρμακείων θα αυξηθεί κατά πολύ το λειτουργικό κόστος των φαρμακείων, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα στης εξυπηρέτηση του κοινού και με κίνδυνο ακόμη και να μειωθεί το δίκτυο των φαρμακείων με κλείσιμο εκείνων που δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν.
Ακόμη, νόμος προβλέπει την αυτοπρόσωπη διεύθυνση του φαρμακείου από τον υπεύθυνο φαρμακοποιό. Κατά συνέπεια, ακόμα και η προαιρετική λειτουργία των φαρμακείων κατά το Σάββατο και τα απογεύματα Δευτέρας και Τετάρτης παραβιάζει την κοινοτική οδηγία περί του μέγιστου επιτρεπόμενου χρόνου εργασίας. 
Το σημερινό καθεστώς υπερκαλύπτει τις ανάγκες και συμβαδίζει εάν δεν υπερτερεί των ισχυόντων στην Ευρώπη, αν σκεφτεί κανείς ότι η αναλογία στην Ελλάδα είναι περίπου ένα φαρμακείο ανά 1000 κατοίκους, με το 20% ανοιχτά το Σάββατο η αναλογία θα είναι ένα φαρμακείο ανά 5000 κατοίκους, νούμερο που προσεγγίζει στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο για τις καθημερινές.
Η θέση του ΠΦΣ είναι έως 20-25% των φαρμακείων ανοιχτά το Σάββατο με το ποσοστό να τροποποιείται με απόφαση του περιφερειάρχη ανάλογα με τις ανάγκες κάθε περιοχής.
Συμμετοχή φαρμακοποιών στην προσπάθεια για περιορισμό της δαπάνης – περιθώριο κέρδους.
Οι φαρμακοποιοί έχουν μέχρι σήμερα συμβάλλει πολλαπλώς και δυσανάλογα με άλλες κοινωνικές ομάδες στη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης και στην προσπάθεια για εξοικονόμηση πόρων. Δεχθήκαμε αδιαμαρτύρητα πολλαπλές μειώσεις της τιμής των φαρμάκων σε ποσοστό μεσοσταθμικά περίπου 30%, με ταυτόχρονη απαξίωση του στοκ των φαρμακείων. Σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης, την αύξηση του αριθμού των φαρμάκων που δεν αποζημιώνονται από τα ταμεία και τη γενικότερη μείωση της αγοραστικής δύναμης του κοινού είχαμε μια δραματική μείωση του τζίρου άνω του 40% για τα περισσότερα φαρμακεία, με αποτέλεσμα πολλά να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα λειτουργικά τους έξοδα.
Ταυτόχρονα, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις από τα πιο επίσημα χείλη, πολλά ασφαλιστικά ταμεία, με πρώτο τον ΟΠΑΔ, καθυστερούν πέραν κάθε λογικής τις πληρωμές στους φαρμακοποιούς σε χρονικό διάστημα άνω των 8 μηνών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα ρευστότητας και αναγκάζοντάς μας να καταφύγουμε στο δανεισμό με ιδιαίτερα επαχθή επιτόκια.
Παραβλέποντας κι αυτό ακόμη και επιθυμώντας εμείς περισσότερο από κάθε άλλον να βοηθήσουμε τα ασφαλιστικά ταμεία να επιβιώσουν, δεχθήκαμε ήδη την επιστροφή (rebate) μέρους των οφειλομένων από τα ασφαλιστικά ταμεία προς εμάς. Το ποσοστό θα πρέπει βέβαια να θεσμοθετηθεί με κλιμακωτό τρόπο, ώστε να μη θίγει τα μικρά φαρμακεία και με βάση την αρχή της αναλογικότητας  1:3 με τη φαρμακοβιομηχανία, στην οποία καταλήγει το 66% της φαρμακευτικής δαπάνης.
Σκεφτείτε, κυρία Βουλευτά, ότι μόλις προχθές το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε για 6 μήνες με επιτόκιο 4,9%. Εμείς δανείζουμε το κράτος για 8 και πλέον μήνες, με μηδενικό επιτόκιο και επιπλέον κάνουμε και έκπτωση.
Όσον αφορά στο περιθώριο κέρδους, αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 23% μεικτό, που ανταποκρίνεται στο μ.ο. της Ευρώπης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό κέρδους του φαρμακοποιού δεν μπορεί να συγκριθεί με καμίας άλλης εμπορικής δραστηριότητας, καθώς ο φαρμακοποιός δεν χορηγεί απλά φάρμακα, αλλά παρέχει δωρεάν μια σειρά φαρμακευτικές υπηρεσίες. Φροντίζει για την ασφαλή χρήση των φαρμάκων, ελέγχει και διορθώνει τα λάθη της συνταγογράφησης, δίνει συμβουλές και οδηγίες στους ασθενείς, καλύπτει κενά και δυσλειτουργίες του συστήματος υγείας. Ειδικά δε στα απομακρυσμένα μέρη είναι συχνά η μόνη αξιόπιστη και προσιτή λύση για τον Έλληνα ασφαλισμένο, συχνά μεγάλης ηλικίας και ανήμπορο.
Μία ακόμη σημαντική συμβολή των φαρμακοποιών στην προσπάθεια μείωσης της δαπάνης είναι η ταχύτατη και καθολική συμμετοχή τους στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση, την οποία από την πρώτη στιγμή  αγκαλιάσαμε και υποστηρίξαμε με όλες μας τις δυνάμεις, δείχνοντας ότι είμαστε οι πρώτοι που επιθυμούμε τη διαφάνεια και θέλουμε να παταχθεί η απάτη στο χώρο της υγείας.
Συνοψίζοντας, ζητούμε:
·         Καμία αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς μια τέτοια ενέργεια καταστρατηγεί ευθέως το πνεύμα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-171/07, C-531/06 και C-172/07), που αποφαίνεται σαφώς ότι ιδιοκτησία φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη δημόσια υγεία και υποβαθμίζει την ποιότητα των φαρμακευτικών υπηρεσιών.
·         Να διατηρηθούν χωρίς καμία αλλαγή τα πληθυσμιακά όρια, διότι η περεταίρω αύξηση των φαρμακείων θα οδηγήσει στην αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Επιπλέον, θα ενισχυθούν φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού και θα ερημώσει η επαρχία από φαρμακεία. Άλλωστε, η χώρα μας με 12.000 φαρμακεία ήδη έχει το πυκνότερο δίκτυο στον κόσμο.
·         Να μην τροποποιηθεί το ωράριο λειτουργίας, με εξαίρεση την αύξηση των εφημερευόντων όπου κρίνεται απαραίτητο. Η εξοντωτική απελευθέρωση του ωραρίου καταστρατηγεί την κοινοτική οδηγία για εργάσιμη εβδομάδα 48 ωρών, ενώ φωτογραφίζει σαφώς τα ωράρια των super markets.
·         Η συμφωνημένη επιστροφή (rebate) στα ασφαλιστικά ταμεία να γίνει με βάση την αρχή της αναλογικότητας 1:3 με τη φαρμακοβιομηχανία, που δέχεται το 66% της φαρμακευτικής δαπάνης. Επίσης, το rebate πρέπει να είναι κλιμακωτό, ανάλογα με το τζίρο, ώστε να μη θιγούν κι άλλο τα μικρά φαρμακεία.
·         Να επεκταθεί άμεσα η ηλεκτρονική συνταγογράφηση σε όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, προκειμένου να παταχθεί άμεσα η παράνομη συνταγογράφηση.
·         Να αναζητηθούν τρόποι ώστε να αξιοποιηθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των φαρμακοποιών και το δίκτυο των 12.000 φαρμακείων, με επικέντρωση στις υπηρεσίες που μπορούν και πρέπει να προσφέρουν οι φαρμακοποιοί, με ομοιόμορφο όμως και θεσμοθετημένο τρόπο.
·         Την θέσπιση όλων των απαραίτητων αλλαγών για τον εκσυγχρονισμό του επαγγέλματός μας με μόνο γνώμονα το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και την αρχή της αναλογικότητας.                                          
Με τιμή


Φαρμακευτικός Σύλλογος Έβρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου